εὐδοκιμήσει

εὐδοκιμήσει
εὐδοκίμησις
to be of good repute
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
εὐδοκιμήσεϊ , εὐδοκίμησις
to be of good repute
fem dat sg (epic)
εὐδοκίμησις
to be of good repute
fem dat sg (attic ionic)
εὐδοκιμέω
to be of good repute
aor subj act 3rd sg (epic)
εὐδοκιμέω
to be of good repute
fut ind mid 2nd sg
εὐδοκιμέω
to be of good repute
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • благоизволениѥ — БЛАГОИЗВОЛЕНИ|Ѥ (6*), ˫А с. Благосклонность, благоволение, уважение: волѩ б҃и˫а бл҃га и бл҃гооугодна и свершена. всѩ бываѥма˫а или по попоущению б҃ию. или по бл҃гоизволению. (κατ’ εὐδοκίαν) ПНЧ 1296, 59; всѩ чл҃вкы равно любить. оубо… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανευόδωτος — η, ο [ευωδώ] αυτός που δεν έχει ευοδωθεί, δεν έχει ευδοκιμήσει …   Dictionary of Greek

  • επιλυσσώ — ἐπιλυσσῶ, άω (AM) [λυσσώ] 1. λυσσάω από οργή και μίσος εναντίον κάποιου («Κάϊν ὁ τῇ εὐδοκιμήσει τοῡ Ἄβελ ἐπιλυσσήσας», ΠΔ) 2. λυσσάω από πόθο, ποθώ ασυγκράτητα («τῇ ἀθέσμῳ μίξει τῶν ἀλλοφύλων ἐπιλυσσήσαντας», Γρηγ. Νύσα) …   Dictionary of Greek

  • ευδοκίμητος — εὐδοκίμητος, ον (Α) [ευδοκιμώ] αυτός που έχει ευδοκιμήσει, τού οποίου αναγνωρίζεται η αξία ή η προσφορά …   Dictionary of Greek

  • κηπεύσιμος — η, ο (ΑΜ κηπεύσιμος, ον) [κηπεύω] αυτός που μπορεί να καλλιεργηθεί και να ευδοκιμήσει σε κήπο, αυτός που αναπτύσσεται και πολλαπλασιάζεται με καλλιέργεια, ήμερος, κηπευτός …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • αμφιπώγων — (amphipogon).Γένος ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών της Αυστραλίας. Στο γένος ανήκει μόνο ένα είδος, ο a. o στενόφυλλος,που ευδοκιμεί σε αμμώδη και χαλικώδη εδάφη. Αντέχει στην ξηρασία και δίνει εκλεκτής ποιότητας… …   Dictionary of Greek

  • άμωμο — (amomum).Γένος πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των ζιγκιβεριδών, ιθαγενών των θερμών χωρών της Ασίας και της Αφρικής. Χαρακτηρίζονται από μακρύ, έρπον ρίζωμα, από το οποίο ορθώνονται πυκνοί βλαστοί με στενά, γραμμοειδή ή λογχοειδή φύλλα.… …   Dictionary of Greek

  • ανδροπώγων — (andropogon). Γένος μονοετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των θερμών και εύκρατων περιοχών. Πρόκειται για γρασίδι, χρήσιμο για τη βοσκή ζώων καθώς και για την οικονομική εκμετάλλευση των ριζών του. Από τα 200… …   Dictionary of Greek

  • βαλσαμίνα — Φυτό ποώδες, ετήσιο, διακοσμητικό, με εντυπωσιακή και μακρόχρονη ανθοφορία, της οικογένειας των βαλσαμινιδών, στην οποία περιλαμβάνονται περίπου 400 είδη. Η επιστημονική του ονομασία είναι impatiens balsamine. Έχει πολλά κλαδιά και λογχοειδή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”